Δελτίο κρίσης: Ιανουάριος – Μάρτιος 2012
Στόχος του παρόντος δελτίου είναι η καταγραφή και ανάλυση του τι συνέβη στο πεδίο της ελληνικής αλλά και ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012. Πριν όμως περιορίσουμε το ενδιαφέρον μας στις πρόσφατες εξελίξεις, ας συνοψίσουμε τα πιο βασικά σημεία τα οποία έφεραν την Ελλάδα στο έλεος των εταίρων της.
Στις τελευταίες δεκαετίες η εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση ακολουθώντας το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής ανάπτυξης έφτασε να αντιπροσωπεύει το 75% του ελληνικού ΑΕΠ. Η εγχώρια οικονομία είχε αναπτύξει χαρακτηριστικά ενός ιδιαιτέρως εσωστρεφούς συστήματος εμπορίου και υπηρεσιών με ανεμικά ανεπτυγμένους τους εξωτερικούς εμπορεύσιμους τομείς. Ανταλλάσαμε προϊόντα και υπηρεσίες που εισαγάγαμε με δανεικά.
Οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης ήταν σε μεγάλο βαθμό ρυθμού σπατάλης. Αυτό το πρότυπο συνεπαγόταν τρεις κατά βάση κινδύνους: την αδιανόητη αύξηση του δανεισμού, τη διεύρυνση του ελλείμματος, την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Σε μια ιστορική φάση που η κρίση των επισφαλών ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ μετατρεπόταν σε κρίση δημόσιου χρέους, η ελληνική οικονομία ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος. Αν στα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς τις ιδιαιτερότητες του ευρωπαϊκού πλαισίου, τότε η κατάρρευση έμοιαζε μη αποτρέψιμη, τουλάχιστον με συμβατικές μεθόδους.
Ένα χρόνο τώρα επιχειρηματολογούσαμε και διατεινόμασταν ότι, εφόσον η Ευρώπη δεν επανασχεδιάζει το ευρωσύστημα, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αναδιαρθρωθεί, θα «κουρευτεί», θα διαγραφεί μερικώς. Δεν ήταν θέμα επιθυμίας ή επιλογής. Απλά, το «κούρεμα» δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Εκείνη την εποχή η οποιαδήποτε συζήτηση περί «κουρέματος» αντιμετωπιζόταν από κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΚΣ, ΕΕ και τα «σοβαρά» μέσα ενημέρωσης ως αιρετικό, επικίνδυνο, δημαγωγικό. Όλοι οι θεσμοί και οι φορείς, τόσο της παγκόσμιας οικονομίας όσο και οι εγχώριοι, στρέφονταν εναντίον αυτών που προσπαθούσαν να περιγράψουν το αυτονόητο. Η εμμονή στο δίλημμα στάση πληρωμών ή όχι έστρεφε την προσοχή αλλού και όχι στα προβλήματα για τα οποία υπήρχαν ρεαλιστικές πιθανότητες να επιλυθούν. Σο πρόβλημα της ελληνικής κρίσης ήταν πρόβλημα ως ένα μεγάλο βαθμό δομικό· ωστόσο, κατόρθωσαν κάποιοι να το αποσιωπήσουν στρέφοντας τους προβολείς πλησίον αλλά όχι στην ρίζα του προβλήματος.
Όταν η μακρά άρνηση της πραγματικότητας κάποια στιγμή υποχώρησε υπό το βάρος της αλήθειας, η αναδιάρθρωση έγινε αποδεκτή τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν και σε δύο δόσεις.
Τον Ιούλιο του 2011 η λύση έγινε αποδεκτή επί της αρχής, με προκρινόμενη πρόταση μια περιορισμένη αναδιάρθρωση που δεν θα άγγιζε την ονομαστική αξία των ομολόγων αλλά που θα επιμήκυνε τις αποπληρωμές και θα μείωνε το επιτόκιο.
Κατόπιν ήρθε το κυρίως πιάτο, τον Οκτώβριο, με την ιδέα μιας πιο ριζικής αναδιάρθρωσης, τουλάχιστον 50% επί της ονομαστικής αξίας του χρυσού. Έκτοτε, η πάλε ποτέ απευκταία αναδιάρθρωση αποτέλεσε εθνική και ευρωπαϊκή υπόθεση, αν όχι προτεραιότητα.